τοιουτοτρόπως

τοιουτοτρόπως
τοιουτότροπος
of such fashion: adverbial
τοιουτότροπος
of such fashion: masc /fem acc pl (doric )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τοιουτοτρόπως — τοιουτότροπος of such fashion adverbial τοιουτότροπος of such fashion masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …   Dictionary of Greek

  • ουτωτρόπως — οὑτωτρόπως (Α) επίρρ. με τέτοιο τρόπο, τοιουτοτρόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὕτως + τρόπος] …   Dictionary of Greek

  • ούτως — και ούτω (ΑΜ οὕτως και οὕτω) [ούτος] (το ούτως συν. πριν από φωνήεν, ενώ το ούτω πριν από σύμφωνο) (τροπ. επίρρ.) κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, έτσι («οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιεῑτε αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «ούτως εχόντων τών πραγμάτων» κάτω από… …   Dictionary of Greek

  • τοιουτότροπος — ον, Α τέτοιος, τέτοιας λογής («εἴτε τι ἄλλο τοιουτότροπον ξυνέβη γενέσθαι», Θουκ.). επίρρ... τοιουτοτρόπως ΝΜΑ κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος + τρόπος (πρβλ. ἰδιό τροπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”